-
1 ἐκ-πίνω
ἐκ-πίνω (s. πίνω), austrinken; ἔκπιεν Od. 9, 353; ὅσσα τοι ἐκπέποται 22, 56; Aesch. Ag. 1371; αἵματ' ἐκποϑένϑ' ὑπὸ χϑονός Ch. 64, aufgetrunken; ὅπως πλεῖστος οἶνος ἐκποϑῇ Phereer. Ath. XI, 481 c; a. com. oft; ἔκπιϑι Men. Ath. X, 426 c; übtr., τὴν ψυχὴν ἐκπ. Ar. Nubb. 712; ἡ κατ' οἴκους ὡς ἔχιδνα λήϑουσά μ' ἐξέπινες Soph. Ant. 528, vgl. El. 775; aussaugen, dah. erschöpfen, ὄλβον, χρήματα, Eur. Hipp. 626; Plat. com. bei Ath. X, 446 e.
-
2 ἐκπίνω
ἐκ-πίνω, austrinken; αἵματ' ἐκποϑένϑ' ὑπὸ χϑονός, ausgetrunken; aussaugen, dah. erschöpfen
См. также в других словарях:
εκπίνω — ἐκπίνω (Α) 1. πίνω όλο το περιεχόμενο ποτηριού («ὅσα τοι ἐκπέποται και ἐδήδοται ἐν μεγάροισιν», Ιλ.) 2. ρουφώ, απορροφώ («αἵματ ἐκποθένθ ὑπό χθονός», Αισχ.) 3. αδειάζω, εκκενώνω δοχείο 4. εξαντλώ, σπαταλώ («ὄλβον δωμάτων ἐκπίνομεν», Ευρ.) 5. πίνω … Dictionary of Greek